πηγή: εφημερίδα Το Βήμα
Είναι μία πόλη με άριστη ρυμοτομία, καλοσχεδιασμένους δρόμους, σπίτια διώροφα περιτριγυρισμένα από κήπους και ένα πολύπλοκο σύστημα διαχείρισης των υδάτων, όπως δείχνουν τα κανάλια και οι υδρορροές। Μόνον που βρίσκεται τέσσερα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Πρόκειται για μία βυθισμένη αρχαία ελληνική πόλη, που έρχεται κατ΄ ευθείαν από την ηρωική εποχή της Ιλιάδας του Ομήρου, πόσο μάλλον που βρίσκεται στην Πελοπόννησο στις νότιες ακτές της Λακωνίας κοντά -θα μπορούσε να πει κανείς- στα παλάτια του Μενελάου. Στο Παυλοπέτρι, όπως έχει ονομασθεί από το διπλανό χωριό, έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι δραστηριοποιούνται εντατικά τα τελευταία χρόνια, μόνον που, μόλις φέτος το καλοκαίρι η αρχαία πόλη χαρτογραφήθηκε πλήρως ψηφιακά -με περιθώριο σφάλματος μικρότερο από τρία εκατοστά- και στη συνέχεια «ξανακτίσθηκε» σε τρεις διαστάσεις με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας. Το τρισδιάστατο μοντέλο της βυθισμένης πολιτείας, δημιούργημα του Πανεπιστημίου του Νότινγκχαμ παρουσιάσθηκε μάλιστα πριν από λίγο καιρό σε ντοκιμαντέρ του BBC στη Βρετανία. Οχι όμως και στην Ελλάδα, όπου ούτε καν τα αποτελέσματα της έρευνας των βρετανών επιστημόνων δεν ανακοινώνονται επισήμως.
«Είναι ένα από τα λίγα μέρη στον κόσμο όπου μπορείς κυριολεκτικά να κολυμπήσεις κατά μήκος ενός βυθισμένου δρόμου μιας αρχαίας πόλης ή να κοιτάξεις μέσα σε έναν τάφο», δηλώνει πάντως ο δρ Τζον Χέντερσον επικεφαλής των θαλασσίων ερευνών που διεξάγονται από το Κέντρο Υποβρύχιων Αρχαιολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του Νότινγκχαμ। Η ομάδα του έχει μέχρι στιγμής επισημάνει δεκάδες κτίρια, έξι μεγάλους δρόμους και ακόμη θρησκευτικά ιερά και τάφους.
Μεταξύ του 2000 και του 1100 π. Χ. άνθησε η πόλη-λιμάνι φθάνοντας στο μεγαλύτερο μέγεθός της στην περίοδο 1700-1500 π. Χ., ενώ η εγκατάλειψή της έγινε περίπου έναν αιώνα πριν από το τέλος της 1ης π. Χ. χιλιετίας. Εκείνη την εποχή κάλυπτε περί τα 20 στρέμματα όπως έδειξαν οι έρευνες. Το όνομά της παραμένει όμως άγνωστο, το ίδιο και το πολιτικό καθεστώς της. Παρ΄ όλα αυτά οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι θα ήταν ένας εμπορικός ή πολιτικός δορυφόρος του Μινωικού πολιτισμού ενώ κατά τους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής της πιθανώς να λειτουργούσε ως λιμάνι του μυκηναϊκού κόσμου. Γύρω στα 1200 π. Χ. μάλιστα, εποχή που συνδέεται με τον πόλεμο της Τροίας θα ήταν μία ακμάζουσα πόλη με περίπου 2.000 κατοίκους. Το μαρτυρούν άλλωστε και τα ευρήματα.
Στην καρδιά της πόλης υπήρχε μία πλατεία μήκους 40 μέτρων και πλάτους 20, ενώ τα περισσότερα σπίτια είχαν ως και δώδεκα δωμάτια। Ανάμεσα στα κτίρια, συχνά μάλιστα κτισμένοι μέσα στους τοίχους, βρίσκονται πετρόκτιστοι τάφοι ενώ το οργανωμένο νεκροταφείο είναι ακριβώς έξω από την πόλη.Τα υπολείμματα εκατοντάδων τεράστιων πίθων, που χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση αλλά και μεταφορά διαφόρων προϊόντων όπως λαδιού, κρασιού, χρωμάτων, αρωμάτων ακόμα και αγαλματιδίων είναι εξάλλου διασκορπισμένα σε όλο τον βυθό. Ένα μεγάλο κτίριο άλλωστε διέθετε σημαντικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης για εισαγόμενα τρόφιμα, τα οποία όπως αποδεικνύεται από το είδος των αγγείων προέρχονταν από όλη την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και την Μινωική Κρήτη.
Οι αρχαιολόγοι όμως έχουν ανακαλύψει και θραύσματα αντικείμενων καθημερινής χρήσης, όπως αγγεία μαγειρέματος και περίτεχνα αγγεία πόσης, πιθανόν για υψηλούς καλεσμένους ή για προσφορές προς τους θεούς। Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κάτοικοι της πόλης έφτιαχναν και αντίγραφα αυτών των αγγείων αντιγράφοντας το ύφος της Κρήτης αλλά και της ηπειρωτικής Ελλάδας παράγοντας δικά τους προϊόντα αγγειοπλαστικής.
Η πόλη τελικώς βυθίστηκε κάτω από τα κύματα κατά τη διάρκεια μιας σειράς σεισμών στην περιοχή, οπότε η στεριά υποχώρησε σε σχέση με το επίπεδο της θάλασσας. Αλλά «Οι πληροφορίες που καταφέραμε να αποκτήσουμε μέσω της έρευνας, μας δίνουν μία άνευ προηγουμένου λεπτομερή εικόνα μιας πόλης της Εποχής του Χαλκού», όπως λέει ο δρ Χέντερσον.