Υπάρχουν δύο κύριες ετυμολογικές εκδοχές, οι οποίες αναφέρονται στην εκτενή βιβλιογραφία και αρθρογραφία σχετικά με τη λέξη: 1) κτήριο < μτγν. εὐ-κτήριον, από το επίθ. εὐκτήριος «οίκος προσευχών», αρχ. εύχομαι και 2) κτήριο < αρχ. οἰκητήριον – κατοικία (με αποβολή του αρχικού φωνήεντος και ανομοιωτική συγκοπή του –η-), αρχ. οικώ.
Όποια από τις δύο εκδοχές και αν ισχύει, η ετυμολογική αρχή οδηγεί στη γραφή κτήριο (με -η-). Εντούτοις, είναι εύλογο ότι στη σημασία τής λέξης έχει επιδράσει παρετυμολογικά το ρ. κτίζω, χωρίς ωστόσο να αποτελεί τμήμα τής αλυσίδας τού ετύμου. Για τον λόγο αυτόν συνηθίζεται επίσης η απλούστερη γραφή κτίριο (με -ι-), η οποία δεν έχει ετυμολογική βάση. Το ζήτημα παραμένει ρευστό και τα σύγχρονα λεξικά καταχωρίζουν και τις δύο γραφές.
Η ετυμολόγηση του ουσιαστικού κτίριο από το ρήμα κτίζω αποτελεί παράδειγμα παρετυμολογίας, δηλαδή εσφαλμένης ετυμολογικής σύνδεσης μιας λέξης με κάποια άλλη. Αν το κτίριο ήταν παράγωγο του κτίζω, θα έπρεπε να έχει σ, όπως π.χ. το κτίσμα, και να μη λήγει σε -ριο. Το κτήριο προέρχεται είτε από το ευκτήριον (οίκημα) «οίκος προσευχών» είτε από το οικητήριον «κατοικία».
Πιο συχνή είναι η απλούστερη (παρετυμολογημένη) γραφή κτίριο και λιγότερο συνηθισμένη η (ορθή ετυμολογικά) κτήριο. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι από άποψη σημασίας το κτίριο μπορεί να ενταχθεί στην οικογένεια λέξεων του κτίζω (κτίσιμο, κτίσμα, κτίστης/χτίστης, κτιστός/χτιστός). Παράγωγο επίθετο: κτιριακός, π.χ. κτιριακές εγκαταστάσεις.
πηγή:
Γιώργος Μπαμπινιώτης: Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας
Μανώλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της Κοινής Ελληνικής, Ιδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη
Ιστολόγιο: Τα Νέα της Βιβλιοθήκης της Λιβαδειάς
Εγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια