τίτλος: Οι Έλληνες Μηχανικοί: Θεσμοί και Ιδέες 1900 - 1940
συγγραφέας: Αντωνίου Γιάννης
εκδότης: Βιβλιόραμα
στοιχεία βιβλίου: 620.009 Α -(002483)
συγγραφέας: Αντωνίου Γιάννης
εκδότης: Βιβλιόραμα
στοιχεία βιβλίου: 620.009 Α -(002483)
άρθρο του κ. Πεζμαζόγλου Β. στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (30-31 Αυγ. 2008)
Όμοιοι κάποιες φορές με φιγούρες από μυθιστορήματα του Καραγάτση, οι έλληνες μηχανικοί άφησαν το διακριτό αποτύπωμα τους στον παρατεταμένα αμφίρροπο και αμφιλεγόμενο εκσυγχρονισμό της χώρας. ο Γ. Αντωνίου αφηγείται την ιστορία τους αναδεικνύοντας τη σχέση επιστήμης- τεχνολογίας και κοινωνίας- οικονομίας με έμφαση στις ιδεολογικές της πτυχές και προεκτάσεις
Πριν από τρεις δεκαετίες, ως μεταπτυχιακός φοιτητής, είχα ασχοληθεί με το θέμα της μεταφοράς τεχνολογίας στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας της ανάπτυξης. Τω καιρώ εκείνω, οι αριστερίζοντες οικονομολόγοι θεωρούσαν πως η μη σύνδεση παιδείας και οικονομίας αποτελεί κάτι αρνητικό και συμβάλλει στη διαιώνιση της υπανάπτυξης- εξάρτησης του Τρίτου Κόσμου. Οι καιροί άλλαξαν: Σήμερα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η προοδευτική μόδα είναι η καταγγελία κάθε σύνδεσης του Πανεπιστημίου με τις ανάγκες της παραγωγής- ακόμα και όταν, καταφανώς, μπορεί να είναι ευεργετική και για τις δυο πλευρές. Με αυτό το φόντο, διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το βιβλίο του Γ. Αντωνίου για τους Έλληνες μηχανικούς, που καταγίνεται με τη συγκρότηση του επαγγέλματος, αρχίζοντας από τον 19ο αιώνα και εστιάζοντας στις πρώτες δεκαετίες του 20ού.
Το πρώτο μέρος κάνει μια πυκνή θεωρητική επισκόπηση της βιβλιογραφίας για τη σχέση επιστήμης- τεχνολογίας και κοινωνίας- οικονομίας, με έμφαση στις ιδεολογικές της πτυχές και προεκτάσεις. Αυτό που με κέρδισε, όμως, ήταν η συνέχεια του βιβλίου. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Κατ΄ αρχήν είναι καλογραμμένη και διαβαστερή, πράγμα όχι και τόσο σύνηθες για τέτοια ακαδημαϊκά πονήματα που είναι γεμάτα υποσημειώσεις και παραπομπές. Κατά δεύτερον λόγο, η έρευνα είναι εξόχως ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη: Εισάγει τον αναγνώστη στα πρώτα βήματα, στις απαρχές της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ειδικότερα δε στην πορεία του Πολυτεχνείου.
Πράγματι, η διαδρομή του ΕΜΠ, όπως μετονομάστηκε το 1914 το Σχολείον των Τεχνών του 19ου αιώνα, συνδέεται ποικιλοτρόπως με τη νεώτερη πολιτική και οικονομική ιστορία του Ελληνικού κράτους. Παίρνοντας σταδιακά τη σκυτάλη από τη Σχολή Ευελπίδων, που κατάρτιζε μηχανικούς για τις σημαντικές ανάγκες του στρατού τον 19ο και στις αρχές 20ού αιώνα, το ΕΜΠ εξελίσσεται στον βασικότερο τροφοδότη του κράτους σε δυναμικό εκπαιδευμένο στα τεχνικά θέματα. Το Δημόσιο, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, είναι και ο κύριος εργοδότης των αποφοίτων πολιτικών μηχανικών. Χαρακτηριστικά, το ΕΜΠ υπάγεται τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όχι στο υπουργείο Παιδείας αλλά στο νεοσύστατο υπουργείο Συγκοινωνίας- με τον Παπαναστασίου, ως υπουργό, να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Διχασμός και οι πολιτικές εξελίξεις θα επηρεάσουν τις τύχες του ιδρύματος (λ.χ. ο γαλλοτραφής καθηγητής Πρωτοπαπαδάκης θα βρεθεί, ως πολιτικό πρόσωπο, να είναι ένα εκ των θυμάτων της Δίκης των Έξι). Ωστόσο, το ΕΜΠ θα διατηρήσει, μέχρι και στα χρόνια της κατοχής, μεγάλη αυτοτέλεια από την πολιτική εξουσία, την οποία προστατεύει ως κόρη οφθαλμού: στο ζήτημα αυτό υπάρχει σύμπνοια των καθηγητών, ανεξαρτήτως των πολιτικών τους προσανατολισμών. Στους κόλπους του ΕΜΠ, αλλά και του Τεχνικού Επιμελητηρίου (ΤΕΕ), που ιδρύεται το 1923, αποσαφηνίζοντας το προφίλ των μηχανικών και εξοβελίζοντας από τις τάξεις του επαγγέλματος τους εμπειροτέχνες, αναπτύσσονται διάφοροι προβληματισμοί. Μεταξύ αυτών, το αίτημα της σύσφιγξης των σχέσεων του ΕΜΠ με τη βιομηχανία και της σύνδεσης των σπουδών με την αναδυόμενη, στο μεσοπόλεμο, επιστήμη του μάνατζμεντ. Χαρακτηριστικός είναι εδώ ο εξόχως ενδιαφέρων μικρός «κύκλος της Ζυρίχης», λέσχη ελίτ όπου συμμετέχουν απόφοιτοι του ομώνυμου Πολυτεχνείου που δραστηριοποιούνται στον χώρο της βιομηχανικής παραγωγής (λ.χ. τσιμέντα, χημικά). Εδώ, όπως και σε άλλα σημεία, το έργο βιβλίο συναντά το αξιόλογο έργο της ιστορικού Χριστίνας Αγριαντώνη για τις απαρχές του ελληνικού βιομηχανικού κεφαλαίου.
Πώς να μην πλανάται, πάνω από ένα τέτοιο πόνημα, το ζήτημα της νεωτερικότητας, του (πάντα επίκαιρου) εκσυγχρονισμού; Ή, καλύτερα, των εκσυγχρονισμών- διότι η πολυσυζητημένη αυτή διαδικασία δεν είναι κάτι ενιαίο, ούτε και έχει κάποια ημερομηνία λήξης... Πράγματι, εκφράζοντας με τον τρόπο τους το δυτικών καταβολών ιδεώδες της προόδου, οι μηχανικοί άφησαν το διακριτό αποτύπωμά τους στην οικονομική- τεχνολογική πορεία της Ελλάδας και στον παρατεταμένα αμφίρροπο, αμφίθυμο, αμφιλεγόμενο εκσυγχρονισμό της: Από τα οχυρωματικά έργα του Καποδίστρια και τους δρόμους επί Όθωνα, μέχρι τους τρικουπικούς σιδηροδρόμους κι από τα εγγειοβελτιωτικά έργα του Βενιζέλου, μέχρι την «τεχνοφιλία» του Μεταξά (που θυμίζει την αντίστοιχη του ιταλικού φασισμού).
Αναδεικνύοντας μια μακρά γενεαλογία ανθρώπων, θεσμών, ιδεών, το βιβλίο του Αντωνίου προσφέρει πλήθος πραγματολογικών στοιχείων και ανεκδοτολογικών περιστατικών: Μιλάει για εμβληματικές φυσιογνωμίες του χώρου, όπως ο Γκίνης, ο Νέγρης, ο Λαμπαδάριος, ο Κιτσίκης αλλά και για ταπεινότερες παρουσίες: λ.χ. ο μοναδικός σπουδαστής που το 1889 ζήτησε να εγγραφεί στη Σχολή Μηχανουργών, ενώ όλοι επιζητούσαν τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών που εξασφάλιζε επαγγελματική αποκατάσταση- φαινόμενο που παρατηρείται και σήμερα. Συγχρόνως καταφέρνει να μυήσει τον αναγνώστη σε μια εποχή- ή μάλλον σε πολλές διαδοχικές εποχές, διότι η Ελλάδα επεκτείνεται και μετασχηματίζεται, στις δεκαετίες αυτές. Οι πίνακες και, ακόμα περισσότερο, οι θαμπές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο τέλος του βιβλίου συμβάλλουν σε αυτό. Αλλά και από θεωρητικής απόψεως, επιβεβαίωσα αυτό που υποψιαζόμουν: Η φυσιογνωμία και ο προσανατολισμός του ΕΜΠ σαφώς επηρεάστηκε από τα πρότυπα, τις ιδέες που κουβαλούσαν οι κατά το πλείστον Γαλλο- ή Γερμανο-σπουδασμένοι διδάσκοντες. Αλλά από την άλλη, υπάρχει πάντα η ενδογενής δυναμική, η ιδιαιτερότητα της ελληνικής ιστορικής διαδρομής: είτε στο ιδεολογικό πεδίο (κλασικίζουσα ροπή προς θεωρητικές σπουδές που τείνει να υποβαθμίζει πρακτικά μαθήματα) είτε στο οικονομικό (όροι διαμόρφωσης ελληνικού αστισμού). Αφήνοντας τη φαντασία μου κάπως ελεύθερη, ομολογώ ότι στιγμές στιγμές αναζήτησα, μέσα και πίσω απ΄ τις γραμμές, μεσοπολεμικές φιγούρες από μυθιστορήματα του Καραγάτση.
Το πρώτο μέρος κάνει μια πυκνή θεωρητική επισκόπηση της βιβλιογραφίας για τη σχέση επιστήμης- τεχνολογίας και κοινωνίας- οικονομίας, με έμφαση στις ιδεολογικές της πτυχές και προεκτάσεις. Αυτό που με κέρδισε, όμως, ήταν η συνέχεια του βιβλίου. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Κατ΄ αρχήν είναι καλογραμμένη και διαβαστερή, πράγμα όχι και τόσο σύνηθες για τέτοια ακαδημαϊκά πονήματα που είναι γεμάτα υποσημειώσεις και παραπομπές. Κατά δεύτερον λόγο, η έρευνα είναι εξόχως ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη: Εισάγει τον αναγνώστη στα πρώτα βήματα, στις απαρχές της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ειδικότερα δε στην πορεία του Πολυτεχνείου.
Πράγματι, η διαδρομή του ΕΜΠ, όπως μετονομάστηκε το 1914 το Σχολείον των Τεχνών του 19ου αιώνα, συνδέεται ποικιλοτρόπως με τη νεώτερη πολιτική και οικονομική ιστορία του Ελληνικού κράτους. Παίρνοντας σταδιακά τη σκυτάλη από τη Σχολή Ευελπίδων, που κατάρτιζε μηχανικούς για τις σημαντικές ανάγκες του στρατού τον 19ο και στις αρχές 20ού αιώνα, το ΕΜΠ εξελίσσεται στον βασικότερο τροφοδότη του κράτους σε δυναμικό εκπαιδευμένο στα τεχνικά θέματα. Το Δημόσιο, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, είναι και ο κύριος εργοδότης των αποφοίτων πολιτικών μηχανικών. Χαρακτηριστικά, το ΕΜΠ υπάγεται τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όχι στο υπουργείο Παιδείας αλλά στο νεοσύστατο υπουργείο Συγκοινωνίας- με τον Παπαναστασίου, ως υπουργό, να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Διχασμός και οι πολιτικές εξελίξεις θα επηρεάσουν τις τύχες του ιδρύματος (λ.χ. ο γαλλοτραφής καθηγητής Πρωτοπαπαδάκης θα βρεθεί, ως πολιτικό πρόσωπο, να είναι ένα εκ των θυμάτων της Δίκης των Έξι). Ωστόσο, το ΕΜΠ θα διατηρήσει, μέχρι και στα χρόνια της κατοχής, μεγάλη αυτοτέλεια από την πολιτική εξουσία, την οποία προστατεύει ως κόρη οφθαλμού: στο ζήτημα αυτό υπάρχει σύμπνοια των καθηγητών, ανεξαρτήτως των πολιτικών τους προσανατολισμών. Στους κόλπους του ΕΜΠ, αλλά και του Τεχνικού Επιμελητηρίου (ΤΕΕ), που ιδρύεται το 1923, αποσαφηνίζοντας το προφίλ των μηχανικών και εξοβελίζοντας από τις τάξεις του επαγγέλματος τους εμπειροτέχνες, αναπτύσσονται διάφοροι προβληματισμοί. Μεταξύ αυτών, το αίτημα της σύσφιγξης των σχέσεων του ΕΜΠ με τη βιομηχανία και της σύνδεσης των σπουδών με την αναδυόμενη, στο μεσοπόλεμο, επιστήμη του μάνατζμεντ. Χαρακτηριστικός είναι εδώ ο εξόχως ενδιαφέρων μικρός «κύκλος της Ζυρίχης», λέσχη ελίτ όπου συμμετέχουν απόφοιτοι του ομώνυμου Πολυτεχνείου που δραστηριοποιούνται στον χώρο της βιομηχανικής παραγωγής (λ.χ. τσιμέντα, χημικά). Εδώ, όπως και σε άλλα σημεία, το έργο βιβλίο συναντά το αξιόλογο έργο της ιστορικού Χριστίνας Αγριαντώνη για τις απαρχές του ελληνικού βιομηχανικού κεφαλαίου.
Πώς να μην πλανάται, πάνω από ένα τέτοιο πόνημα, το ζήτημα της νεωτερικότητας, του (πάντα επίκαιρου) εκσυγχρονισμού; Ή, καλύτερα, των εκσυγχρονισμών- διότι η πολυσυζητημένη αυτή διαδικασία δεν είναι κάτι ενιαίο, ούτε και έχει κάποια ημερομηνία λήξης... Πράγματι, εκφράζοντας με τον τρόπο τους το δυτικών καταβολών ιδεώδες της προόδου, οι μηχανικοί άφησαν το διακριτό αποτύπωμά τους στην οικονομική- τεχνολογική πορεία της Ελλάδας και στον παρατεταμένα αμφίρροπο, αμφίθυμο, αμφιλεγόμενο εκσυγχρονισμό της: Από τα οχυρωματικά έργα του Καποδίστρια και τους δρόμους επί Όθωνα, μέχρι τους τρικουπικούς σιδηροδρόμους κι από τα εγγειοβελτιωτικά έργα του Βενιζέλου, μέχρι την «τεχνοφιλία» του Μεταξά (που θυμίζει την αντίστοιχη του ιταλικού φασισμού).
Τα πρότυπα των διδασκόντων
Αναδεικνύοντας μια μακρά γενεαλογία ανθρώπων, θεσμών, ιδεών, το βιβλίο του Αντωνίου προσφέρει πλήθος πραγματολογικών στοιχείων και ανεκδοτολογικών περιστατικών: Μιλάει για εμβληματικές φυσιογνωμίες του χώρου, όπως ο Γκίνης, ο Νέγρης, ο Λαμπαδάριος, ο Κιτσίκης αλλά και για ταπεινότερες παρουσίες: λ.χ. ο μοναδικός σπουδαστής που το 1889 ζήτησε να εγγραφεί στη Σχολή Μηχανουργών, ενώ όλοι επιζητούσαν τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών που εξασφάλιζε επαγγελματική αποκατάσταση- φαινόμενο που παρατηρείται και σήμερα. Συγχρόνως καταφέρνει να μυήσει τον αναγνώστη σε μια εποχή- ή μάλλον σε πολλές διαδοχικές εποχές, διότι η Ελλάδα επεκτείνεται και μετασχηματίζεται, στις δεκαετίες αυτές. Οι πίνακες και, ακόμα περισσότερο, οι θαμπές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο τέλος του βιβλίου συμβάλλουν σε αυτό. Αλλά και από θεωρητικής απόψεως, επιβεβαίωσα αυτό που υποψιαζόμουν: Η φυσιογνωμία και ο προσανατολισμός του ΕΜΠ σαφώς επηρεάστηκε από τα πρότυπα, τις ιδέες που κουβαλούσαν οι κατά το πλείστον Γαλλο- ή Γερμανο-σπουδασμένοι διδάσκοντες. Αλλά από την άλλη, υπάρχει πάντα η ενδογενής δυναμική, η ιδιαιτερότητα της ελληνικής ιστορικής διαδρομής: είτε στο ιδεολογικό πεδίο (κλασικίζουσα ροπή προς θεωρητικές σπουδές που τείνει να υποβαθμίζει πρακτικά μαθήματα) είτε στο οικονομικό (όροι διαμόρφωσης ελληνικού αστισμού). Αφήνοντας τη φαντασία μου κάπως ελεύθερη, ομολογώ ότι στιγμές στιγμές αναζήτησα, μέσα και πίσω απ΄ τις γραμμές, μεσοπολεμικές φιγούρες από μυθιστορήματα του Καραγάτση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου